- πόσε
- πόσεwhither?indeclform (adverb)πόσοςof what quantity?masc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποσέ — Ν άκλ. φρ. «αβγά ποσέ» τηγανητά αβγά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poche(e), μτχ. τού ρ. pocher (για μάτια) «μωλωπίζω»] … Dictionary of Greek
πόσε — Α επίρρ. προς ποιο μέρος, προς τα πού; («αἰδώς, ὦ Λύκιοι, πόσε φεύγετε;» Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θέμα τών ερωτηματικών αντωνυμιών και επιρρμ. πο με δυσερμήνευτη κατάλ. σε (βλ. λ. πο )] … Dictionary of Greek
πόσ' — πόσε , πόσε whither? indeclform (adverb) πόσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσι , πόσις 2 husband fem voc sg πόσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl πόσε , πόσος of what quantity? masc voc sg πόσαι , πόσος of what quantity? fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπόσε — ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. όποι*, προς ποιο μέρος, πού 2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ ἐπέλθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ.… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary